- Λαθρίη
- Λαθρίηfem nom/voc sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Λαθρίης — Λαθρίη fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λαθρίας — Λαθρίᾱς , Λαθρίη fem acc pl Λαθρίᾱς , Λαθρίη fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάθριος — λάθριος, ον, θηλ. και ία και ίη (Α) [λάθρα] 1. λαθραίος («κλέμματα λάθρια», Σοφ.) 2. (το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Λαθρίη προσωνυμία τής Αφροδίτης 3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) λάθρια λαθραία … Dictionary of Greek